- αλληλοδιάδοχοι
- -α (Μ ἀλληλοδιάδοχοι, -α)αυτοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλον, αλλεπάλληλοι, συνεχείς, αδιάκοποιμσν.(το αρσενικό ως ουσιαστικό) οι αλληλοδιάδοχοιοι ηγεμόνες που συμφωνούσαν αμοιβαία μεταξύ τους διαδοχή σε περίπτωση θανάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + διάδοχοι, πληθ. της λ. διάδοχος].
Dictionary of Greek. 2013.